- προωθητής
- ο, Ν1. αστροναυτ. κινητήρας ή ειδική διάταξη με την οποία προωθείται προς το διάστημα ένας δορυφόρος ή ένα διαστημόπλοιο2. φρ. «προωθητής καταλύτη»χημ. ουσία που προστίθεται σε έναν στερεό καταλύτη για να τού βελτιώσει τη συμπεριφορά σε μια καταλυτική χημική αντίδραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. προωθηταί, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.